Λέγεται πως η αληθινή αγάπη είναι άνευ όρων, πως απελευθερώνει και δε δεσμεύει. Αυτό όμως καταρρίπτεται, αφού σε όλες τις συναισθηματικές σχέσεις, ερωτικές, φιλικές ή συντροφικές, αποζητάμε κάποια αμοιβαιότητα. Απαιτούμε δηλαδή οι άλλοι να μας αποδέχονται όπως τους αποδεχόμαστε, να μας νοιάζονται όπως τους νοιαζόμαστε και να μας αγαπούν, όπως τους αγαπάμε. 

Φωτεινή εξαίρεση αποτελεί η σχέση γονέα παιδιού, όπου πράγματι κυριαρχεί η άνευ όρων αγάπη: μια αγάπη που δεν θέτει όρους και διατηρείται στο ακέραιο ανεξάρτητα αν ανταποκρίνεται ή όχι το παιδί. Εξάλλου, εμείς οι γονείς έχουμε κάνει ειρήνη με το γεγονός ότι τα παιδιά μας είναι αδύνατο να μας αγαπήσουν τόσο δυνατά όσο τα αγαπάμε εμείς. Γνωρίζουμε εκ προοιμίου ότι εκείνα θα νιώσουν αντίστοιχη αγάπη μόνο όταν γίνουν και εκείνα με τη σειρά τους γονείς και αποδέκτες θα είναι τα δικά τους παιδιά .

Ο δεσμός λοιπόν μεταξύ γονέα παιδιού δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί ως ισορροπημένος, αφού το σχήμα του θα είναι ετεροβαρές, πάντοτε υπέρ των παιδιών. Δεν υπάρχει καμία δικαιοσύνη σε αυτό το σχήμα, αφού πάντα οι γονείς έχουμε μεγαλύτερες ευθύνες αλλά και προθυμία να προσφέρουμε περισσότερα. Η ανταμοιβή βέβαια μας αποζημιώνει.

Πολλές φορές πέφτουμε σε ατοπήματα, αφού ως γονείς, φοράμε μια μάσκα παντοδυναμίας και δείχνουμε άτρωτοι, κρύβοντας την άγνοιά μας για όσα αγνοούμε. Έτσι, τα παιδιά μας εξιδανικεύουν, κάτι που είναι αναγκαίο όσο τα παιδιά είναι μικρά, αλλά καταλήγει επικίνδυνο, αν διατηρηθεί αυτή η εξιδανίκευση σε μεγαλύτερες ηλικίες. 

Τι πρέπει να κάνουμε;

Να βάλουμε τέλος σε αυτήν την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας μας και να δείξουμε στα παιδιά μας αυτό που πραγματικά είμαστε: κοινοί θνητοί, με δυνατότητες και αδυναμίες. Αυτό, σίγουρα θα απογοητεύσει τα παιδιά μας, αφού θα συνειδητοποιήσουν τους περιορισμούς μας, ταυτόχρονα όμως θα τα ενδυναμώσει και θα τους ανοίξει τον δρόμο για την ενηλικίωση.

Ένα άλλο γονεϊκό ατόπημα, είναι η παραβίαση ελευθερίας. Ο γονεϊκός ρόλος, έχει θεσμοθετηθεί ως ο άχαρος ρόλος, που αποφασίζει για λογαριασμό των παιδιών, με πρόσχημα τις εμπειρίες και τις γνώσεις των γονέων. Ο ρόλος αυτός, εμποδίζει τα παιδιά μας να αυτονομηθούν, αφού καραδοκεί ο φόβος της αβεβαιότητας, που προκαλείται από την ελευθερία που φέρνει η αυτονόμησή τους.

Τι πρέπει να κάνουμε;

Για να εξασφαλίσουμε ότι τα παιδιά μας θα γίνουν ευτυχισμένα και όχι απλώς ευχαριστημένα επειδή τους έχουμε ικανοποιήσει κάποιες από τις επιθυμίες τους, θα πρέπει να λειτουργήσουμε ως ψυχοθεραπευτές. Θα πρέπει να τα εφοδιάσουμε με τα κατάλληλα εργαλεία, ώστε να μπορούν να ψάχνουν μόνα τους και να βρίσκουν όσα ζητούν, υπερνικώντας ει δυνατόν τα όποια εμπόδια. Από την άλλη, αυτό που σίγουρα δεν πρέπει να κάνουμε, όσο δελεαστικό και αν φαντάζει, είναι να μετατραπούμε σε χορηγούς των επιθυμιών τους, αφού αυτό δεν θα τα οδηγήσει στον δρόμο της ευτυχίας, αλλά σε αυτόν της στιγμιαίας απόλαυσης.

Σε αυτό το γονεϊκό ταξίδι, οφείλουμε να είμαστε διαρκώς αφυπνισμένοι όσον αφορά τις ανάγκες των παιδιών μας, να προσπαθούμε να ανακαλύπτουμε τι είναι αυτό που κάθε φορά χρειάζονται για να εξελιχθούν, και ιδανικά, δεν τους το προσφέρουμε, αλλά τους διευκολύνουμε την πρόσβαση σε αυτό που αναζητούν. Άλλωστε, η λέξη γονέας είναι συνυφασμένη με τη λέξη φροντίδα και προσφορά. 

Προσοχή όμως! Τα παιδιά μας δεν θέλουν να μας βλέπουν να θυσιαζόμαστε γι αυτά, να καταστρέφουμε τη ζωή μας με πρόσχημα την γονεϊκή μας ιδιότητα. Κανένα παιδί δεν αντέχει το βάρος να αποτελεί τον μοναδικό λόγο για την ευτυχία των γονιών του. Για να αποτελέσουμε λοιπόν ένα υγιές πρότυπο γι αυτά, φροντίζουμε να διατηρούμε ζωντανά και άλλα κίνητρα και επιδιώξεις στη ζωή μας και να μην περιοριζόμαστε στα μητρικά ή πατρικά καθήκοντα.

Η πρόταση γάμου που δεν ήρθε ποτέ, το δώρο αξίας που αξίζαμε αλλά δε λάβαμε, τα εύσημα που δεν πήραμε, η επαγγελματική αναγνώριση που δεν ήρθε. Θα ήταν άραγε τόσο ματαιωτικά όλα αυτά αν δεν είχαν στον πυρήνα τους την προσδοκία; Την εναπόθεση δηλαδή των ελπίδων μας για ευτυχία και ευημερία σε « μαγικές σκέψεις»; Όχι…

Δηλαδή δεν πρέπει να επιστρατεύουμε τις μαγικές μας σκέψεις για να οραματιστούμε και τελικά να καλέσουμε αυτό που επιθυμούμε να μας συμβεί; Φυσικά, αλλά με προϋποθέσεις. Οτι μετέχουμε σε αυτό που προσδοκούμε, ενώ δεν περιμένουμε τίποτα από τους άλλους. Είναι αποδεκτό και επιθυμητό δηλαδή να αδημονώ να έρθει το απόγευμα για να διαβάσω το αγαπημένο μου βιβλίο, αφού γνωρίζω εκ προοιμίου ότι είναι κάτι που θα μου δώσει χαρά και έχει μόνο τη δική μου συμμετοχή. Σε αυτήν την περίπτωση, η προσδοκία μου είναι υγιής και λειτουργεί παρακινητικά. Μπορεί να με οπλίσει με δύναμη και κουράγιο να ανταπεξέλθω σε μια δύσκολη μέρα στη δουλειά, αφού ξέρω ότι θα επιστρέψω σπίτι και θα επιδοθώ στην αγαπημένη μου δραστηριότητα. Το επιβεβαιώνουν και οι έρευνες: η προσδοκία για μια ευχάριστη δραστηριότητα, μπορεί να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε μια δύσκολη παρούσα κατάσταση, να καλλιεργήσουμε την πειθαρχία μας, να επιστρατεύσουμε την υπομονή μας για να καρπωθούμε τα μελλοντικά οφέλη. Από την άλλη, αν οι προσδοκίες μας βασίζονται στη φαντασία μας και σε αυθαίρετα «έπρεπε» που φοράμε στους άλλους, τότε είναι ανυπόστατες και οφείλουμε τουλάχιστον να τις μετριάσουμε, αφού μπορεί να αποτελέσουν αιτία ακόμη και για τον τερματισμό μιας σχέσης. Εάν περιμένω ότι γυρνώντας στο σπίτι θα βρω τα πιάτα πλυμένα και το μωρό ταϊσμένο γιατί αυτό « είναι το σωστό» ενώ ο σύντροφός μου δεν έχει δείξει καμία τέτοια πρόθεση, τότε η προσδοκία μου είναι αβάσιμη, με οδηγεί σε απογοήτευση και προσβάλλει την άλλη πλευρά.

Οι προσδοκίες λοιπόν δημιουργούν μια ψευδαισθησιακή πραγματικότητα όταν πείθουμε τον εαυτό μας ότι κάτι καλό θα συμβεί χωρίς τη δικη μας συμβολή ή όταν εμπλέκονται και άλλοι άνθρωποι σε αυτές. Στη δεύτερη περίπτωση, μπορούν πολύ εύκολα να οδηγήσουν σε ρήξη, αφού οι δικές μας πεποιθήσεις για το ποιοί είναι οι ενδεδειγμένοι τρόποι συμπεριφοράς των άλλων, είναι μια ουτοπική φαντασίωση, αφού η μόνη συμπεριφορά που μπορούμε να ελέγξουμε είναι η δική μας. Δεν έχουμε το δικαίωμα να θυμώνουμε με τους άλλους επειδή δεν στάθηκαν αντάξιοι των δικών μας προσδοκιών, οι οποίες δεν είχαν καν αποσαφηνιστεί ούτε και να προσδοκούμε ότι οι σημαντικοί άλλοι μας οφείλουν να μας ικανοποιούν ακόμη και αν αυτό εναντιώνεται στις αξίες ή στις επιθυμίες τους. Οι γύρω μας δεν υπάρχουν στη ζωή μας για να μας λύνουν τα προβλήματα, αυτό είναι δική μας ευθύνη. Προϋπόθεση όμως για την επίλυση των προβλημάτων μας, είναι η πίστη στον εαυτό μας και στη δική μας δύναμη. Αυτή η πίστη στις δυνατότητές μας είναι που θα μας οχυρώσει, ώστε να μην παραχωρούμε τέτοια εξουσία στους γύρω μας που να μας εξυψώνουν ή να μας υποτιμούν.

Προτού λοιπόν πέσουμε στην παγίδα της προσδοκίας, καλό θα είναι να κάνουμε στον εαυτό μας κάποιες ερωτήσεις:

  • Ποιός είναι ο μόνος άνθρωπος στον πλανήτη του οποίου τη συμπεριφορά μπορώ να καθορίσω;
  • Πόσο ρεαλιστικές είναι οι προσδοκίες μου;
  • Πόσο εφικτό είναι οι σχέσεις μου να είναι μόνιμα γεμάτες χαμόγελα και κατανόηση;
  • Πόσο με εξυπηρετεί να περιμένω πράγματα και συμπεριφορές από τους άλλους;
  • Πόσο δίκαιο είναι να κρίνω τους άλλους εξ ιδίων;
  • Όταν μια πόρτα δεν ανοίγει, την παραβιάζω;

Ένας Ιάπωνας δάσκαλος Ζεν είχε κάποτε πει : Μην περπατάς μέσα στο κεφάλι μου με τα βρώμικα πόδια σου. Ο καθένας από εμάς είναι μια ξεχωριστή οντότητα με αναγκες και επιθυμίες, οι οποίες αν τύχει και ταυτιστούν με αυτές του συντρόφου μας, του φίλου μας, του παιδιού μας, θα είναι όμορφο. Αν όχι όμως, δεν μπορούμε να επικοινωνούμε αυτές μας τις επιθυμίες ως απαίτηση για να μεγιστοποιήσουμε τη δικη μας ευτυχία, ούτε να ψάχνουμε την ελπίδα έξω από εμάς. Επενδύουμε λοιπόν στον εαυτό μας, αφού όσο περισσότερα έχουμε μέσα μας, τόσο λιγότερα θα ζητήσουμε από τους άλλους και αντικαθιστούμε το αίσθημα του ανικανοποίητου με αυτό της ευγνωμοσύνης. Έτσι, οτιδήποτε extra μας δίνεται από κάθε σχέση, θα το εισπράττουμε ως bonus και θα μπορέσουμε να αποφύγουμε  αισθηματα πικρίας και τη δυσαρμονία στις σχέσεις μας διατηρώντας παράλληλα και τον ενθουσιασμό μας!